σιάση

σιάση
η, Ν [σιάζω]
το σιάξιμο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σιάση — σιάση, η και σιασμός, ο σιάξιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀφροδισιάσῃ — ἀφροδῑσιάσῃ , ἀφροδισιάζω have sexual intercourse aor subj mid 2nd sg ἀφροδῑσιάσῃ , ἀφροδισιάζω have sexual intercourse aor subj act 3rd sg ἀφροδῑσιάσῃ , ἀφροδισιάζω have sexual intercourse fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κοραής, Αδαμάντιος — (Σμύρνη 1748 – Παρίσι 1833). Λόγιος και Διδάσκαλος του Γένους. Γόνος εύπορης οικογένειας καταγόμενης από τη Χίο, ο Κ. ανατράφηκε στη Σμύρνη και σπούδασε στην Ευαγγελική Σχολή, η οποία όμως τότε δεν προσέφερε παρά «διδασκαλίαν πολλά πτωχήν,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”